- υἱόθρεπτος
- υἱό-θρεπτος, ὁ,A foster-son, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.31 ([place name] Lydia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υιόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. μαμμό θρεπτος] … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek